- δίζωος
- δίζωος, ον, ([etym.] ζωή)A with two lives, φὼρ δίζωος, i. e. Sisyphus, who returned from Hades, Dosiad.Ara17.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δίζωος — δίζωος, ον (Α) (για τον Σίσυφο που γύρισε από τον Άδη) αυτός που έχει διπλή ζωή, που έζησε δύο φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι* + ζωος < ζωή (πρβλ. άζωος, αρτίζωος)] … Dictionary of Greek